Ασυμβίβαστα
Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.
Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.
Γι᾿ αυτὸ αναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ αποτελειώνω.
Γεγονότα
Μόνη, εντελώς μόνη,
περπατώ στο δρόμο
και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα:
Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη απὸ τη Δύση
αφήνοντας ημιτελὲς το δειλινό…
Σε λίγο η νύχτα,
κρατώντας τους αμφορείς του μυστηρίου,
των ιδιοτήτων της επαίρετο,
όταν το ρεμβώδες μάτι της, το φεγγάρι,
ένα απρόδεκτο, λαθραίο σύννεφο, πάτησε
και την τύφλωσε.
Του ατυχήματος τούτου
επωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-το μεσονύχτιο υποπτεύονται-
το σύμπαν πυροβόλησε
και το άφησε ακίνητο…
Μετὰ απὸ τέτοια γεγονότα,
το γεγονὸς πως είμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.
Παρανομίες
Επεκτείνομαι και βιώνω
παράνομα
σε περιοχὲς που σαν υπαρκτὲς
δεν παραδέχονται οι άλλοι.
Εκεί σταματώ και εκθέτω
τον καταδιωγμένο κόσμο μου,
εκεί τον αναπαράγω
με πικρὰ κι απειθάρχητα μέσα,
εκεί τον αναθέτω
σ᾿ έναν ήλιο
χωρὶς σχήμα, χωρὶς φως,
αμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Εκεί συμβαίνω.
Κάποτε, όμως,
παύει αυτό.
Και συστέλλομαι,
κι επανέρχομαι βίαια
(προς καθησυχασμόν)
στη νόμιμη και παραδεκτὴ
περιοχὴ
στην εγκόσμια πίκρα.
Και διαψεύδομαι.