Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το ύστατο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ΄ουρανού σε κανένα από τα μέρη ̇
και από ΄κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ΄αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι ετοιμαστείτε ̇
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε ̇
ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε ̇
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες ̇
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουν οι λαμπάδες ̇
κάθε πρόσωπο λάμπει απ΄ τ΄αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
(Διονύσιος Σολωμός, έργα – ποιήματα και πεζά, εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια: Δημήτρης Δημηρούλης, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2007)