Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου
ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!
(Απὸ τη συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα», επιμέλεια και ανθολόγηση Μαρία Ιατρού, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1999)
Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1908, στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων, με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, που διέμενε στην Ιταλία. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Παρότι αναγορεύτηκε διδάκτωρ με τη διατριβή «Το δίκαιο ως τεχνικός κανόνας» δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τα νομικά. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον κέρδισε η ποίηση. Έζησε τον σύντομο βίο του φτωχικά, με ένα μικρό εισόδημα που του παραχώρησε η οικογένειά του, και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα γράμματα. Κινήθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και πήρε ενεργό μέρος στις πνευματικές ζυμώσεις της δεκαετίας του τριάντα. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε πιθανόν από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1941, από τις κακουχίες του πολέμου.