Εκείνη έτριβε τα πατώματα συνεχώς. Σφούγγιζε τα μάρμαρα, τίναζε τα παπλώματα, θέριζε τους ίσκιους από τα μαξιλάρια. Ήταν γραφτό της να ξετρυπώνει από τα σεντόνια τη σκόνη, να μάχεται τη βλαβερή επίδραση του σκόρου. Δεν είχε μάθει αλλιώς. Όλη της η προίκα απέμειναν τα χέρια της. Είχε ξεχάσει τα κιτρινισμένα βιβλία, τις ώρες της μελέτης, το πτυχίο της που όλο το ανέβαλλε. Σαν να είχε σβηστεί ο χρόνος. Είχε παγώσει στο τώρα. Ούτε το χθες ούτε το αύριο την ένοιαζαν. Τι κενά άραγε γέμιζε; Βασάνιζε το σώμα για να μη σκέφτεται το μυαλό . Μικρή είχε μια όμορφη κούκλα. Την έντυνε με καλοσιδερωμένα ρούχα, την έλουζε, τη στόλιζε. Τώρα είχε ξεχάσει πώς είναι να βάφεσαι ή να διαλέγεις τα ρούχα που σου αρέσουν. Ποιος εφιάλτης στάλαξε στα βλέφαρά της την παραίτηση; Ή μήπως αιχμαλωτίστηκε στην ίδια την πραγματικότητα; Άφησε να ξεχαστεί το κορίτσι που ήταν κι η γυναίκα που θα γινόταν και εγκλωβίστηκε στους διαδρόμους της συνήθειας. Ξόδεψε τα όνειρά της και πια στις φλέβες της έρεε μόνο ο φόβος.
Μια μέρα άνοιξε την πόρτα
κατέβηκε τα σκαλιά
και πνίγηκε στη θάλασσα.
Φωτογραφία: Polina Sirotina