Ο Σπύρος Πουλής και η Λούλα Μπελέγρη γράφουν για την ποιητική συλλογή του Τάκη Π. Πιερράκου «Σε ρόδινο μισόφωτο γραμμένη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Τάκης Π. Πιερράκος, «Σε ρόδινο μισόφωτο γραμμένη», εκδόσεις Περισπωμένη, 2019
«‘Ο μέν θερισμός πολύς, οι δέ εργάται ολίγοι» (Ματθ θ’ 37)
Με την τέταρτη ποιητική συλλογή του, που φέρει τον τίτλο «Σε ρόδινο μισόφωτο γραμμένη», ο ποιητής Τάκης Π. Πιερράκος καταπιάνεται με τον έρωτα του αιώνιου αρσενικού προς το αιώνιο θηλυκό. Σήμερα, που η ευτυχία αναζητείται στην υλική ικανοποίηση και την επαγγελματική καταξίωση με όπλα τον ορθολογισμό και τη χρησιμοθηρία, ο ποιητής φωτίζει το μόνο δρόμο, παραμελημένο είναι η αλήθεια στις μέρες μας, που μπορεί να ανοίξει την ψυχή μας. Το δρόμο του έρωτα και της ένωσης.
Το μονοπάτι αυτής της ένωσης ανιχνεύει ο ποιητής στο πρώτο ποίημα της συλλογής, τον «Εσωτερικό μονόλογο». Η Φύση γίνεται η μήτρα που κυοφορεί και γεννά τη συνάντηση των δύο φύλων. Έτσι, όταν ο λόγος απουσιάζει, «ο παιχνιδιάρης σύντροφος» έλκεται με «πρωτόβγαλτα φωνήματα και αυτοσχέδια χορευτικά» και η δύναμη του βλέμματος σταλάζει στην ψυχή το συναίσθημα που γεννιέται.
Τα σώματα, οδηγημένα από το ένστικτο, ενώνονται ικανοποιώντας την επιθυμία της αναπαραγωγής. Κι όταν, στη συνέχεια, ο λόγος εμφανίζεται, η παρουσία του, τόσο διευκολύνει όσο και δυσκολεύει τους αγαπημένους. Κάνει ευκολότερη την επικοινωνία με τα λόγια της αγάπης και τους όρκους πίστης που ανταλλάσσονται, αλλά και ορθώνει «οχυρώσεις και πυργόσπιτα», που η ανασφάλεια και η έλλειψη βεβαιότητας για το άρρηκτο της σχέσης, δημιουργούν. Όμως, τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει την πορεία των δύο αγαπημένων προς την ταύτιση. Κι είναι αυτή η συνάντηση μια γιορτή («στεφανωμένοι με τα γιορτινά μας ρούχα»), που περιγράφεται με ιδιαίτερη ευαισθησία. Μία έντιμη και ανυπόκριτη κατάθεση ψυχής και των δύο, ένας καλοδιάθετος εσωτερικός κόσμος του ενός, ανοιχτός προς στον άλλο και αντίστροφα, εδραιώνουν την εμπιστοσύνη των ερωτευμένων και κάνουν τη σχέση τους ικανή να διασχίζει το χρόνο και να καταλήξει στην αιωνιότητα. Οι δύο ερωτευμένοι, διαφορετικοί στην ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία, οδηγούνται «φωτεινοί» και «πασίχαροι» στην «τρισόλβια ταύτιση των αντιθέτων».
Η ανά χείρας ποιητική συλλογή φανερώνεται σαν πυξίδα, που δείχνει ακατάπαυστα το Βορρά, τον οποίο ξεκάθαρα συνιστούν το συνεχές κάλεσμα και το άνοιγμα της ψυχής του ποιητή στην αγαπημένη: «στέκομαι απέναντι ανυπεράσπιστος με τα πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα». Σε καιρούς δίσεκτους τους οποίους, κυρίως, χαρακτηρίζει η έλλειψη προσανατολισμού και διάκρισης ως προς το τι αξίζει στη ζωή («χρυσέ ζωής αέρα, γιατί δε φτάνεις ως εμάς», Διον.Σολωμός), η πυξίδα του Τάκη Πιερράκου κλείνεται σφιχτά στο χέρι μας για να μη χάσουμε το δρόμο.
Ο χρόνος, ο καιρός, η διάρκεια επανέρχονται ξανά και ξανά με ευλάβεια σχεδόν, με ακούραστη πίστη. «Συνέχιζε να κομίζεις το γλύκασμα της παρουσίας σου και μόνο αυτό, όσο περνούν τα χρόνια τακτικότερα». Ο αγαπημένος κοιτάζει ίσια στα μάτια, προσφέρει τον εαυτό του και επειδή τρέφει ευγενή αισθήματα για την αγαπημένη, την προειδοποιεί γι’ αυτό που φέρνει ο χρόνος. «Ο καιρός που ορίζει παντοδύναμα τις ψυχές μας και τις τρέφει με πικρή γνώση θα κοπεί κάποτε μάτια μου με μια μαχαιριά ακριβοδίκαια στη μέση». Σε άλλο σημείο ο αγαπημένος καλεί την αγαπημένη του να φυλακιστεί εκούσια σε μια φυλακή με προνομιακούς όρους παραμονής «χωρίς σκυλιά και δεσμοφύλακες», «με αναρχικό κανονισμό λειτουργίας». Ο ποιητής γνωρίζει ότι το ποθούμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με την ηθελημένη φυλάκιση του ενός μέσα στον άλλο, υπό όρους πλήρους ελευθερίας.
Για τον ποιητή η ένωση, αν δεν συντελεστεί πέραν του ορατού, δεν συντελέστηκε ποτέ: «Σ’αγαπώ με το σφρίγος της επιθυμίας που ξενιτεύτηκε στο Επέκεινα». Ο λόγος του απέραντα ευχαριστιακός έχει βαθιά επίγνωση ότι η υπόθεση της αγάπης δεν είναι υπέρμετρα δύσκολη υπόθεση: «η αληθινή αγάπη θα μας κάψει με πυρωμένο σίδερο θα σημαδέψει τις βαρυόμοιρες ψυχές μας».
Ο ποιητής μάς ζητάει:
«Να καταλύσουμε τις φυλακές της ανωριμότητας.
Να σπάσουμε τα στενά περιγράμματα της Φύσης.
Να ενώσουμε τις ουσίες μας ανυπόκριτα για να επιτευχθεί το ποθούμενο.
Ένα περιστρεφόμενο αμάλγαμα πονετικών σκέψεων με κοινό περιεχόμενο τη διαρκή πράυνση του άλλου.»
Στο ποίημα «Αποταμίευση» η ένωση των σωμάτων μέσω της αγάπης μετουσιώνεται σε βίωμα, το οποίο αποταμιεύεται και βοηθά το πρόσωπο που αγαπά απεριόριστα να έχει πληρότητα στη ζωή του και μνημονικά αποθέματα για αντιμετωπίσει «το βαρύ χειμώνα της ψυχής».
Ο ποιητής δεν αποδέχεται τον έρωτα παρά μόνο σαν μια δίοδο μέσα από την οποία ο άνθρωπος δεν φτάνει ασυντρόφευτος πουθενά. Σε μια εποχή μοναξιάς, καταθλιπτικής ερημίας, εσωστρέφειας και μεμψιμοιρίας στην οποία το Εγώ απαιτεί διαρκώς ικανοποίηση, ανταμοιβή και δικαίωση, η συλλογή αυτή έρχεται να ανάψει ένα φάρο στο όνομα της αγάπης, «στα χάη της ψυχής τα άγια».
Σε ρόδινο μισόφωτο γραμμένα είκοσι πέντε ερωτικά ποιήματα ρίχνουν δυνατό φως στα σκοτάδια μας. Και αυτό κάνει τη συλλογή μοναδική.
Ο Σπύρος Πουλής και η Λούλα Μπελέγρη είναι καθηγητές ελληνικής φιλολογίας.