Όταν περνούσαν οι γιορτές κι οι επισκέψεις, τα ρούχα τα λαμπρά και τα επίσημα ξέφευγαν από τον ίλιγγο της ταχυκαρδίας που σε κέρναγε —και ας μη καταδεχόσουν— το ξεφάντωμα του κόκκινου κρασιού, πίσω γυρίζαμε στην ασφάλεια της ναφθαλίνης.
Όταν περνούσαν οι γιορτές, οι νουαζέτες αποσύρονταν ζαλισμένες στο δωμάτιο των παιδιών. Έχουν καιρό που δεν κοιμούνται μόνες στο σαλόνι. Πάνω στο γραφείο, αντάμα με φωτογραφίες παιδικές κι ένα αρκουδάκι που δεν μεγάλωσε ποτέ για συντροφιά. Αποδυναμωμένες, ξεθεωμένες από χάδια και γλυκόλογα, ίσα που μισοφέγγανε αδύναμες. Ξεθωριασμένο και ωχρό το πράσινο ένδυμά τους, έχανε με τις μέρες τη λαμπάδα του κι αναθαρρούσε μονάχα από τον αναστάσιμο θόρυβο της μηχανής.
Όταν περνούσαν οι γιορτές, τα δέντρα ξυριζόντουσαν με κάθε επιμέλεια στρατιωτική και συνεχίζανε τη αιώνια θητεία τους στο δάσος. Χωρίς στολίδια και «φρου-φρου» γύριζαν πίσω στο βουνό και θρόιζαν τον χειμώνα βασανιστικά, αργά, ηδύπαθα καμιά φορά.
Όταν περνούσαν οι γιορτές, οι φανταχτερές γιρλάντες ολοκλήρωναν το ξεσαλωτικό θεατρικό τους και ξαναμπαίναν ήσυχα ήσυχα στο κουτί.Παράσταιναν και ζούσαν ως το έπακρο τα απωθημένα τ’ αστικά. Στην ονειρώδη ζάλη της επιούσιας ρεκλάμας βουτούσαν με τα σκέλια παιχνιδίστικα ερωτικά, ικανοποιώντας κάθε σκέψη αμαρτωλή και φυλαγμένη επιθυμία.
Όταν περνούσαν οι γιορτές, τα καφενεία φόρτιζαν τις παρατημένες γωνίες τους με εκείνους που με κάθε γραφειοκρατική σχολαστικότητα σημείωναν στο χαρτί τους τις συνοδείες του χειμώνα κι ας τους λογάριαζαν οι σώφρονες για τους τρελούς του χωριού.
Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ανθρώπινα», εκδόσεις Αμείλιχος, 2020.