Θήλεα ρήματα
Μου απάντησε
Της ιστορίας σου η ξέπλεκη ομορφιά
Πότε τα μάτια πότε τα χείλη περιγράφεις
Δύο γυναίκες κι άλλη μια συνομιλούνε
Πίσω απ’ τα λόγια το ίδιο πρόσωπο διακρίνεις
Σε θήλεα ρήματα ένα μολύβι δένεις
Στέργω, ζεσταίνω, αγαπώ, καρπίζω.
Απολογισμός
Άψογες θεωρίες
Αποχαιρετισμοί
Ερώτων μίση
Διαχώρισες
Το ύψος της ζωής σου
Και τώρα τι απομένει
Στο βάθος της σελίδας;
Συμφιλίωση
Σώπαινε.
Τις νύχτες ειδικά.
Σώπαινε κι άκουγε.
Γνώριζε κάθε πτυχή της ησυχίας.
Τις νύχτες πάντοτε.
Δεν είχε άλλα μυστικά.
Δεν είχε.
Μονάχα σώπαινε.
Τις νύχτες ήτανε
Που φίλιωνε με την απουσία.
Faber-Castell
[…]
Στο σημειωματάριο κυλούσε ένα αυτοβιογραφικό ποτάμι, γραμμένο με τα χαρακτηριστικά μεγάλα γράμματά της, τις σύντομες προτάσεις, με τις λέξεις ωραίες και ξαστερόγλωσσες να κελαρύζουν σαν γάργαρο νερό.
[…]
Εκείνος το διάβαζε λαίμαργα, εκστασιασμένος σχεδόν, χωρίς να μπορεί να σταματήσει, μολονότι έτρεμε μην το τελειώσει προτού το χορτάσει, έτρεμε τη στιγμή που θα έφτανε στη σελίδα την άγραφη, διότι ήξερε πως είχε μείνει ατελείωτο, λίγο πολύ σαν τη ζωή της, που δεν έφτασε ποτέ σε τέλος.
Είχαν περάσει πια κάμποσα χρόνια αφότου εκείνη έφυγε. Όμως, διαβάζοντας το, σχεδόν την άκουγε να το αφηγείται, την έβλεπε να το γράφει πάνω στον ξύλινο πάγκο της κουζίνας, στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου επί της οδού Frödingsvägen αριθμός 6, στην περιοχή Fredhäll της Στοκχόλμης, μ’ ένα τσιγάρο πάντοτε αναμμένο στο τασάκι, με το παράθυρο μισάνοιχτο, για να μη μυρίσει το σπίτι και για να χαζεύει τα πιτσιρίκια που έπαιζαν έξω στο χιόνι. Την κοίταζε που έγραφε συγκεντρωμένη, φορώντας τα μοβ κοκάλινα γυαλιά της, με το μολύβι Faber-Castell 2B στο χέρι, την έβλεπε που εξιστορούσε τη μολυβένια ζωή της εκεί στον ξένο τόπο, με τον οποίο τίποτα δεν την έδενε, μπας και ξαλαφρώσει η ψυχή της από το βάρος όσων ποτέ δεν είχαν γραφεί και ειπωθεί, μπας και πετάξει από πάνω της το βαρύ παλτό που φορούσε. Μέσα σ’ εκείνες τις σελίδες ήταν το ανέμελο κοριτσάκι που έπαιζε στην αλάνα των προσφυγικών, η νέα κοπέλα που ήλπιζε και ονειρευόταν, η μόνη γυναίκα με τις προδομένες προσδοκίες και την πικρή γνώση της ματαιότητας.
Μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύχτας, με το πράσινο πορτατίφ του ακόμα αναμμένο, του φάνηκε σαν εκείνο το πυκνογραμμένο ριγέ σημειωματάριο να ήταν η μόνη απόδειξη που του είχε απομείνει ότι εκείνη όντως κάποτε υπήρξε.
[…]
Πόσο περίεργο.
Σαν χτες του φαίνονταν όλα.
Καληνύχτα.
Ο Γιώργος Μπουρογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε αρχαιολογία στα πανεπιστήμια Αθηνών και Εδιμβούργου. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Άνισοι Δρόμοι (2014), εκδόσεις Καπόν και Σημεία ανεξίτηλα (2020), εκδόσεις Σμίλη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Φωτογραφία: ©John Buckley