Ο ήλιος δεν έχει ακόμη ανατείλει. Μια σχισμή σκούρου μπλε φωτός διαγράφει τον ορίζοντα, την οροσειρά με τα πελώρια βουνά που καλύπτουν τον μικρό κολπίσκο. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πού τελειώνει η θάλασσα και πού αρχίζει ο ουρανός. Μονάχα μπορείς να ακούσεις τον ήχο των κυμάτων. Ήχος ήσυχος κι αργός. Η απαλή κίνηση από και προς την ακτή δεν ταράσσει καθόλου την ησυχία του ξημερώματος.
Τα πουλιά ξύπνησαν από τις βραδινές φωλιές και αρχίζουν να σχηματίζουν μια λωρίδα πάνω από τους βράχους. Δεν μπορείς να τα διακρίνεις με γυμνό μάτι. Το φως είναι ακόμη λιγοστό. Η λάμπα θα καθυστερήσει να ανάψει για λίγο ακόμη. Οι φωνές τους είναι δυνατές, γεμάτες κι αδιάσπαστες. Ο βραδινός ύπνος τους έδωσε την απαραίτητη ενέργεια για να αδράξουν την προβαλλόμενη ημέρα στο έπακρο. Ο ήχος του νερού ανακατεύεται γλυκά με το κρώξιμο των πουλιών. Πότε πότε σταματάει και μετά πάλι ξεκινάει. Γλυκά, απαλά.
Η δεσμίδα γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Το χρώμα της γίνεται πιο ανοιχτό και θαρρείς πως κάτι καινούργιο θα συμβεί σε λίγο. Τα λιγοστά σύννεφα του ορίζοντα τώρα διαφαίνονται πιο καθαρά. Η νύχτα χθες δεν ήταν καθαρή και στεγνή. Η άμμος είναι υγρή και ακόμη και τώρα μπορείς να μυρίσεις το νοτισμένο χώμα και την υγρή βλάστηση στο μήκος των βράχων.
Γι’ αυτό κι η θάλασσα είναι ήρεμη. Κάλμα όπως λένε κι οι ναυτικοί
Το κύμα σπάει απαλά επάνω στην ακτή.
Καθώς το φως γίνεται ολοένα και πιο άσπρο – ασυγκράτητο, λες και θέλει να σπάσει τα δεσμά του και να ξεχυθεί προς τα έξω – το τοπίο διαγράφεται πιο καθαρά. Στο βάθος του κόλπου ένα μικρό καράβι βρίσκεται αγκυροβολημένο. Ένα παλιό καράβι. Ίσως και να είναι νέο, αλλά το φως δεν σε αφήνει να αποφασίσεις. Ποιος ξέρει άραγε γιατί είναι αγκυροβολημένο στο βάθος του κόλπου; Συνειρμικά ξεπροβάλλει η εικόνα μια θεάς, ντυμένη στα λευκά, να πλατσουρίζει τα δυο της δάχτυλα νευρικά επάνω στην επιφάνεια του νερού.
Η ώρα είναι πέντε και τριάντα και τριάντα δεύτερα.
Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας.
Φωτογραφία: Roberto Nickson