Ήταν το γράμμα ενός Έλληνα που ζούσε στη Γαλλία (στην Αβινιόν, για την ακρίβεια), έγραφε σ’ έναν φίλο του, στην Αθήνα. Ο χρόνος είχε αφήσει τα σημάδια του στο χαρτί, αλλά γενικά ήταν σε καλή κατάσταση. Άνοιξα τον φάκελο και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν «μικρό θησαυρό». Ήταν σαν να διάβαζα τη σελίδα ενός μυστικού ημερολογίου, μια σύντομη εξομολόγηση ζωής. Το γράμμα είχε τρεις σελίδες. Στην πρώτη, ο επιστολογράφος περιοριζόταν στις συνήθεις γραμματολογικές κοινοτοπίες, στη δεύτερη όμως και στην τρίτη σελίδα, υπήρχε η ουσία της επιστολής.
Και να τι έγραφε «….Ξέρεις καλά ότι, όταν ανεξαρτητοποιήθηκα από την οικογένειά μου (αρκετά νωρίς) και έβγαλα δικά μου χρήματα, ρίχτηκα κυριολεκτικά πάνω στη ζωή (κανονική επίθεση). Ζήτησα να τη μάθω απ’ όλες τις πλευρές και απ’ όλες τις λεπτομέρειες. Γλέντησα, ήπια τόνους αλκοόλ, διασκέδασα με γνωστούς και άγνωστους, ξενύχτησα πολύ, ταξίδεψα, αλλά δεν ένιωσα μεγάλα πράγματα, ούτε μεγάλες ηδονές, η μοναξιά με κυρίευσε. Όμως προχώρησα, δεν αφέθηκα στην απομόνωσή μου. Είπα να βγω στο προσκήνιο, να γίνω πάλι πρωταγωνιστής. Ρίχτηκα στον έρωτα. Με την ορμή της νεότητας και τη σοφία ενός ανθρώπου με πολλές εμπειρίες, αναζήτησα τον απόλυτο έρωτα. Αλλά ούτε στην αθωότητα, που με κούραζε γρήγορα, τον ανακάλυψα, ούτε στις ιέρειες τού έρωτα τον βρήκα (φρόντιζαν να πλήττω θανάσιμα με τις σκηνοθετημένες υπερβολές τους). Και οι κατασταλαγμένες γυναίκες (όπως αυτοτιτλοφορούνταν) ήταν αφόρητες, ιδιαίτερα με τον εαυτό τους, περιορίζονταν στις πικάντικες λεπτομέρειες (τις θεωρούσαν πολύ επιτυχημένες) και βρίσκονταν σε μια ημιμόνιμη αθυμία. Και ήρθε η σειρά της γνώσης. Έπεισα τον εαυτό μου ότι ο δρόμος για την ευτυχία ήταν η γνώση. Σύντομα, όμως, κατάλαβα ότι ο μόνος δρόμος που μου άνοιγε η γνώση ήταν εκείνος για κάποια ανώτερη επαγγελματική αποκατάσταση, να γίνω διευθυντής σε κανένα ιδιωτικό κολλέγιο ή κάποιος ειδήμονας να πουλάω συμβουλές (και συμπάθεια) σε χωρισμένα ζευγάρια. Στο επίπεδο του πνεύματος, είχα τις επιτυχίες μου. «Κέρδισα» την ικανότητα να επαναλαμβάνω έξυπνες ατάκες μπροστά στο κοινό (γυναικείο κατά προτίμηση, κυρίως της πανεπιστημιακής κοινότητας). Φαινόμουν πνευματώδης και γοητευτικός. Σκέτη απογοήτευση. Σχεδόν αμέσως, βαρέθηκα την υπόθεση «πνεύμα» και αυτόματα κατέρρευσε η πεποίθησή μου: πως είμαι γεννημένος για τα μεγάλα. Συνειδητοποίησα ότι η δόξα και η επιτυχία ήταν αποτέλεσμα –αποκλειστικά- χρήματων (πολλών), δημοσίων σχέσεων και γνωριμιών (με τα μέλη της ανωτέρας τάξης). Καμία σχέση με τις ικανότητες, το ταλέντο, τον μόχθο, τη δημιουργία, την βαθιά καλλιέργεια. Έμεινε λοιπόν άδεια η καρδιά μου και δεν θα γεμίσει ποτέ. Είναι η μοίρα μου τέτοια. Όταν χαθώ, τότε θα ηρεμήσω». Δεν έγραφε τίποτ’ άλλο. Ως υστερόγραφο είχε τα αρχικά του : Β.Ρ. Έβαλα την επιστολή στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου. Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω, ο πόνος στο πόδι μου είχε εξαφανιστεί.
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα και κείμενα.
Φωτογραφία: John Mark Smith