
Μοναξιά
[[«Μοναξιά κι Εγκλεισμός• ακόμη και στ‘ Όνειρο.
Μήτε μια στάλα διαφυγής.»]]
Χρυσελεφάντινο Άγαλμα
τού αξεπέραστου Φειδία
Πλούτον ενδεδυμένο κι Ομορφιά
ο λ ο ν υ χ τ ί ς
σε Ονείρων μου βαδίζεις τ’ Αετώματα
μα το πρωί (στ’ άγριο φώς)
Χρυσόν έχοντας απωλέσει
Λίθους Πολύτιμους κι Ελεφαντόδοντο
(ξύλο γυμνό στην Απουσία σου,)
σκιά στην υγρασία ξεθωριά-
ζεις στις Ομίχλες χάνεσαι.
Η Μοναξιά παγών’ η Απώλεια
(Ο τρόμος τής Αρρώστιας γύρω ο Θάνατος
Ακούσιος ο Εγκλεισμός, ν υ χ θ η μ ε ρ ό ν , μέσα στο σπίτι.)
Με πείσμα, Αγαπημένε,
δίπλα μου, ζεστό γυρεύω το κορμί σου
στ’ Όνειρο αγκιστρώνομαι…
και νά! ο Φειδίας
δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν
(τις δόξες του ενθυμούμενος)
στη φυλακή ρακένδυτος
πεθαίνει κι ολομόναχος.
(Κέρκυρα, 23/3/2020)