Η Αλεξία Καλογεροπούλου διάβασε το βιβλίο «Ο μεγάλος υπηρέτης» του Δημήτρη Σωτάκη (εκδόσεις Κέδρος) και γράφει την άποψή της.
Από την Αλεξία Καλογεροπούλου*
alexia.kalogeropoulou@gmail.com
Info: Δημήτρης Σωτάκης, Ο μεγάλος υπηρέτης, εκδόσεις Κέδρος, 2019.
Δυο χρόνια μετά το βιβλίο Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο (εκδόσεις Κέδρος), ο Δημήτρης Σωτάκης, ένας από τους πλέον μεταφρασμένους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, επιστρέφει με ένα νέο μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του και την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η δύναμη της εξουσίας ακόμα και σε φαινομενικά φιλήσυχους και καλοσυνάτους ανθρώπους.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη ζωή ενός επιτυχημένου επιχειρηματία, ευνοημένου στα μάτια των πολλών από τη ζωή, εύπορου και εμφανίσιμου, που ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο στη νεοελληνική εκδοχή του: άνετο και πολυτελές σπίτι, χρήματα που ξοδεύονται σε απολαύσεις, επιθυμίες που πραγματοποιούνται εν ριπή οφθαλμού. Παρόλ’ αυτά, εκείνος παραμένει ανικανοποίητος. Στρέφει το βλέμμα του σχεδόν πάντα σε ό,τι του λείπει, με αποτέλεσμα να ζει σε ένα ψυχοφθόρο κλίμα ψυχικής ένδειας που τον οδηγεί σταδιακά στην απώλεια του ελέγχου της ζωής του. Εγκλωβισμένος στη ματαιότητα και τη μοναξιά, αναζητά μια λύση στο πρόβλημά του και τελικά –νομίζει- ότι τη βρίσκει στο πρόσωπο του Μάριου: ενός ιδιόρρυθμου βοηθού που αναλαμβάνει να βάλει σε τάξη τη χαοτική καθημερινότητά του ήρωα.
Το σπίτι τακτοποιείται και το χάος της καθημερινότητας υποχωρεί, όχι όμως και το εσωτερικό χάος του επιχειρηματία, το οποίο σιγά σιγά αποκτά ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η συγκατοίκηση με τον Μάριο και η προθυμία του βοηθού να ευχαριστήσει τον εργοδότη του, σταδιακά διεγείρει σκοτεινές πλευρές του ήρωα, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ακόμα και ο ίδιος. Η ψευδαίσθηση της εξουσίας απέναντι στον βοηθό τον καθιστά προσβλητικό, βίαιο, κακότροπο, σχεδόν τυραννικό απέναντί του. Η καθημερινή ζωή του Μάριου γίνεται δυσβάσταχτη, εντούτοις υπομένει το μαρτύριό του καρτερικά, σχεδόν μαζοχιστικά, χωρίς να κάνει πολλά για να απαλλαγεί οριστικά από αυτό.
Η νοσηρότητα της τραγελαφικής αυτής κατάστασης που επικρατεί στη ζωή του ήρωα, παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, μέχρι που φτάνει στο σημείο να ζητήσει από τον Μάριο να αναλάβει τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεών του, ακόμη και των ερωτικών, μια που ο ίδιος αδυνατούσε ή ήταν απρόθυμος να φέρει εις πέρας, ακινητοποιημένος από ένα άγχος καθηλωτικό. Καθισμένος παθητικά στον καναπέ του σπιτιού του, μπροστά στην τηλεόραση, βυθίζεται σε μια επίπλαστη υπνωτιστική αίσθηση ασφάλειας, γυρίζοντας την πλάτη στην αληθινή ζωή.
Ο Δημήτρης Σωτάκης παρουσιάζει ένα σύγχρονο, καλογραμμένο, όπως συνηθίζει άλλωστε, μυθιστόρημα, που φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, τις εμμονές και τις ψευδαισθήσεις που παίρνουν τα ηνία όταν βρουν το κατάλληλο έδαφος. Καυτηριάζει τον αυτιστικό, πολυάσχολο τρόπο ζωής της εποχής μας, το ανούσιο κυνήγι της επιτυχίας, την αδράνεια, αλλά και την επίδραση της εξουσίας στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Ο μεγάλος υπηρέτης είναι ένα μυθιστόρημα βαθιά ανθρωποκεντρικό, όπου τα σουρεαλιστικά στοιχεία εμπλέκονται συχνά με τα κωμικά, δημιουργώντας ένα παράδοξα αληθοφανές σύμπαν. Το κείμενο ρέει αβίαστα και κρατά αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ενώ η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα γεγονότα.
Ο Δημήτρης Σωτάκης υπενθυμίζει με τον τρόπο του την ανάγκη να ξεφύγουμε από τον ρόλο του παρατηρητή της ζωής. «Είχα ξεχάσει να ζήσω, δεν ξέρω πόσο μεγάλη ήταν αυτή η αμαρτία προς τον ίδιο μου τον εαυτό», σκέφτεται ο αφηγητής (σ. 348). Ο μεγάλος υπηρέτηςείναι ένα αφυπνιστικό χτύπημα, ένα κάλεσμα για ζωή.
*Η Αλεξία Καλογεροπούλου είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και δημιουργός του BookSitting.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ | «Ο μεγάλος υπηρέτης» του Δημήτρη Σωτάκη”