Ο Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τάσος Μιχαηλίδης, γράφει για το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ, «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου. Η συμβολή της αφηγηματολογίας».
Γράφει ο Τάσος Μιχαηλίδης, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας
Σπύρος Κιοσσές, Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου. Η συμβολή της αφηγηματολογίας, εκδόσεις Κριτική, σελίδες: 488.
To βιβλίο Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου. Η συμβολή της αφηγηματολογίας, του Σπύρου Κιοσσέ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική (2018), με πρόλογο της Ζωής Γαβριηλίδου, είναι ένας οδηγός μύησης τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη της αισθητικής γραφής και κυρίως της πεζογραφίας.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι καλύπτει -ίσως με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο μέχρι τώρα- την απόσταση ανάμεσα στην εκπαιδευτική πράξη και μέθοδο διαμεσολάβησης του δημιουργικού λόγου και των φιλολογικών/λογοτεχνικών σπουδών στον ελληνικό χώρο. Για όσους ασχολούμαστε με το επιστημονικό πεδίο της Δημιουργικής Γραφής, γνωρίζουμε ότι υπήρχε για καιρό ένα σημαντικό κενό ανάμεσα στην κριτική-θεωρητική αποτίμηση και μελέτη της ιστορίας της λογοτεχνίας (ειδικά της νεοελληνικής γραμματείας) και στις παιδαγωγικές προσεγγίσεις διδακτικής εφαρμογής της στα εργαστήρια δημιουργικού λόγου.
Αρχικά, ο Κιοσσές διατρέχει σύντομα, αλλά κατατοπιστικά, ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την ιστορία, τις παιδαγωγικές αρχές και τη θέση του δημιουργικού λόγου στη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση όλων των βαθμίδων. Στη συνέχεια, παραθέτει ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις αναφορικά με τη χρήση των παρακειμενικών στοιχείων (τίτλος, πρόλογος, αφιέρωση, μότο κ.α.) κατά την πορεία εξέλιξης της λογοτεχνικής γραφής. Στο τρίτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας καταγράφει απόψεις σημαντικών θεωρητικών, των οποίων οι μελέτες επηρέασαν καίρια τον τρόπο που προσλαμβάνουμε σήμερα την αισθητική οργάνωση του πεζού λόγου.
Το βιβλίο του προσφέρει στον αναγνώστη έναν πολύτιμο οδηγό για το θεωρητικό υπόβαθρο που χρειάζεται να έχει κάθε ερευνητής και λογοτέχνης, ταξινομώντας τις θεωρητικές αναφορές και τα αφηγηματολογικά σχήματα με βάση τρεις άξονες-συστατικά μιας ιστορίας: α) όσα αναφέρονται στη μελέτη των γεγονότων, β) στην παρουσίαση των χαρακτήρων και γ) στους μηχανισμούς οργάνωσης της αφηγηματικής λειτουργίας (εστίαση, είδη αφηγητή, χρόνος κ.τ.λ.).
Ανάλογες εργασίες για τα ζητήματα του λογοτεχνικού λόγου, βέβαια, θα μπορούσε ένας συστηματικός αναγνώστης να εντοπίσει και σε άλλα μελετήματα και εισαγωγικούς οδηγούς για τη θεωρία της λογοτεχνίας, στην περίπτωση, όμως, του συγκεκριμένου βιβλίου έχουμε μια διαφορετική στόχευση. Έτσι, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια από τον συγγραφέα να απλοποιηθούν και να συγκεντρωθούν οι θεωρητικές αρχές που αφορούν στη δημιουργική διαμεσολάβηση της ενεργητικής ανάγνωσης και γραφής. Ο Κιοσσές επιμένει στην καταγραφή, όσων σχετίζονται με την πράξη της Δημιουργικής Γραφής ως μια κριτική/αναστοχαστική μέθοδο προσέγγισης σημαντικών έργων του λογοτεχνικού κανόνα και την ίδια στιγμή, ως μια δημιουργική διαδικασία που αποσκοπεί στην παραγωγή νέων κειμένων.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι στο τέταρτο κεφάλαιο με τις δραστηριότητες που παραθέτει ο συγγραφέας –σε άμεση σύνδεση με τις θεωρητικές αναφορές που προηγούνται- διαφοροποιείται από άλλες ανάλογες συγγραφικές προσπάθειες, δίνοντας ένα κατάλληλο εγχειρίδιο για τη διδακτική της Δημιουργικής Γραφής και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δραστηριότητες είναι εύστοχες, γιατί επιτυγχάνουν και καινοτομούν σε δύο επίπεδα: α) συνδυάζουν τη θεωρία με την πράξη, δημιουργώντας ολοκληρωμένα φύλλα εργασίας και β) συνδέουν την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με δημιουργικές ασκήσεις, αξιοποιώντας σημαντικά λογοτεχνικά έργα και κριτικά κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας.
Συνεπώς, το βιβλίο οικειώνει τον αναγνώστη με θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα της αισθητικής γραφής και ανάγνωσης στην Ελλάδα, ειδικά της πεζογραφίας, προσφέροντας στον αναγνώστη ενδιαφέρουσες δραστηριότητες, για να μελετήσει βαθύτερα τον λογοτεχνικό λόγο και να πειραματιστεί δημιουργικά. Αυτός ο συνδυασμός θεωρίας και πράξης φέρνει ίσως, για πρώτη φορά, σε μια νέα ισορροπία και φάση επαναπροσδιορισμού τις συγκλίσεις και αποκλίσεις της Φιλολογίας και του γνωστικού αντικειμένου της Δημιουργικής Γραφής ως διακριτά, αλλά συγκοινωνούντα επιστημονικά πεδία των Ανθρωπιστικών Επιστημών.